καταπλασία

καταπλασία
η
ιατρ. υποστροφή τών κυττάρων από την οργανοτυπική στην κυτταροτυπική αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cataplasia < cata- (πρβλ. κατα-) + -plasia (πρβλ. -πλασία < πλάσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάπλαση — η (Α κατάπλασις) [καταπλάσσω] εφαρμογή εμπλάστρου ή καταπλάσματος πάνω σε σημείο τού σώματος που πάσχει νεοελλ. ιατρ. 1. καταπλασία* 2. το στάδιο παρακμής ενός οργανισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”